Γιαυτό καθίσαμε λιγάκι να σας περιμένουμε. Ετσι, μεθυσμένοι όπως ήμασταν με την πάρτη μας, μάς πήρε λίγο ο ύπνος. Μια σταλίτσα. Και δεν σας είδαμε να περνάτε. Οταν ξυπνήσαμε, αν ξυπνήσαμε, είδαμε ότι είχαμε φτάσει στον πάτο.
Αλλά είδαμε στο ύπνο μας ένα ωραίο όνειρο. Ήμασταν, λέει, μεγάλα μυαλά και φτιάξαμε μια για πάντα, ό,τι είχε να φτιάξει ο άνθρωπος. Φιλοσοφίες, θέατρα, επιστήμες. Τη γνώση όλη. Κι' έτσι θα είχαμε μπαγκάζια για το διηνεκές. Ολοι, από δω και μπρος, θα μας χρωστάνε. Αντε, έστω θα μας ψωνίζουν.
Είχαμε, λέει κι ένα μεγάλο παραμυθά. Σοφό, όμως. Που έκανε απλές ιστορίες, για να μαθαίνουν τα παιδιά όλου του κόσμου και όλων των εποχών. Ιστορίες που έγιναν γνωστές, απ'άκρη σ'άκρη του πλανήτη. Οπως εκείνη με μια χελώνα κι ένα λαγό. Που μιλάει για τη βλακεία και την αλαζονεία. Αλλά ποτέ δεν κατάλαβα, πώς θέλει να μάθει ο λαγός απ'αυτή την ιστορία, αφού είναι ο βλάκας;
Τέλος πάντων, τι σημασία έχει; Eλάτε τώρα κι από δω και δώστε καμιά ελεημοσύνη καλοί μου γείτονες, να σχωρεθούν τα ποθαμένα σας. Εδώ, στο πιατάκι. Κι αν τύχει και κοιμόμαστε, μην μας ξυπνήσετε, έχουμε όνειρα πολλά ακόμα να δούμε…